τεσσαρακοντάρουρος

τεσσαρακοντάρουρος
-ον, Α
1. (για γη) αυτός που είχε έκταση σαράντα αρουρών
2. (για πρόσ.) αυτός που κατείχε κτήματα έκτασης σαράντα αρουρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + -αρουρος (< ἀρούρα «γη»), πρβλ. ὀγδοηκοντ-άρουρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”